-
1 док
1. мор. η δεξαμενή, η νηοδόχη, το κρηπίδωμα, разг. о ντόκος (ξεν.) 2. (судоре-монт, судостроение) η δεξαμεν/ήο ντόκος (ξεν.)диаметральная линия - а διαμήκης κεντρική γραμμή της - ής, ставить (судно) в - εισάγω (το πλοίο) στη -, δεξαμενίζωсудостроительный - τοναυπηγείο, των ναυπηγικών κατασκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > док
-
2 док
док м η δεξαμενή сухой (плавучий) \док η μόνιμη (πλω τή) δεξαμενή* * *мη δεξαμενήсухо́й (плаву́чий) док — η μόνιμη (πλωτή) δεξαμενή